- καθαρίζονται
- καθαρίζωcleansepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεμίδι — Ελαφρός άνεμος· έτσι ονομάζεται επίσης και η ανέμη (βλ. λ.). (Βοτ.) Α. λέγεται το περίβλημα των κόκκων του σιταριού και των οσπρίων, που παρασύρονται από τον άνεμο κατά το λίχνισμα. Τα α. περιέχουν θρεπτικές ουσίες ανώτερες από εκείνες του άχυρου … Dictionary of Greek
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… … Dictionary of Greek
κρασοσφούγγαρο — το 1. σφουγγάρι με το οποίο καθαρίζονται τα κρασιά που έχουν χυθεί σε τραπέζι 2. μτφ. άτομο ανθεκτικό στο πολύ κρασί, κρασοπατέρας … Dictionary of Greek
λανάρισμα — Στάδιο επεξεργασίας του μαλλιού. Βλ. λ. νηματουργία. * * * το [λαναρίζω] (κλωστοϋφ.) μέθοδος κατεργασίας νημάτων κατά την οποία οι ίνες που τά αποτελούν διαχωρίζονται, καθαρίζονται και παραλληλίζονται μεταξύ τους … Dictionary of Greek
νηλιποκαιβλεπέλαιοι — νηλιποκαιβλεπέλαιοι, οί (Α) (ως σκωπτ. χαρακτηρισμός τών φιλοσόφων) αυτοί που είναι ξυπόλυτοι και, αντί να χρησιμοποιούν το λάδι για να καθαρίζονται, περιορίζονται απλώς στο να τό βλέπουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη φτειαχτή < νήλιπος «ξυπόλυτος» + καί +… … Dictionary of Greek
πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… … Dictionary of Greek
σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… … Dictionary of Greek
χαβιάρι — Εμπορική ονομασία που δίνεται στα αβγά διαφόρων ψαριών και διαίτερα των οξυρρύγχων. Οι τελευταίοι αυτοί ζουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο και αλιεύονται όταν ανεβαίνουν στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Δούναβης. Χάρη… … Dictionary of Greek